- ἐρωτοτρόφος
- ἐρωτοτρόφοςthe nursemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ερωτοτρόφος — ἐρωτοτρόφος, ον (Α) η τροφός ή η μητέρα τού έρωτα, δηλ. η Αφροδίτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, ωτος + τροφός < τρέφω] … Dictionary of Greek
-τροφός — β συνθετικό παροξύτονων και προπαροξύτονων ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τροφ τής ρίζας τού ρ. τρέφω*. Τα παροξύτονα σύνθ. σε τρόφος είναι αντικειμενικά με α συνθετικό ουσιαστικό και… … Dictionary of Greek